Στα μέσα του 20ου αιώνα, οι γυναίκες με διαβήτη τύπου 1 Δτ1 γενικά αποθαρρύνονταν από το να κυοφορήσουν. Η ιατρική επιστήμη έχει έκτοτε εξελιχθεί σημαντικά και οι εποχές έχουν αλλάξει. Έτσι, ενώ μία διαβητική γυναίκα πρέπει κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της να κάνει κάποιες προσαρμογές στην καθημερινότητα της, μπορεί εν τούτοις να αποκτήσει παιδιά χωρίς αυτά κινδυνεύουν περισσότερο σε σύγκριση με τα παιδιά μη διαβητικών γυναικών.
Το κλειδί είναι ο έγκαιρος προγραμματισμός της εγκυμοσύνης. Ενώ η θεραπεία του διαβήτη έχει εξελιχθεί, τα βασικά στάδια της ενδομήτριας ανάπτυξης παραμένου τα ίδια. Η οργανογένεση (ο σχηματισμός δηλαδή των διαφόρων οργάνων του εμβρύου) λαμβάνει χώρα κατά τις πρώτες οκτώ εβδομάδες από τη σύλληψη. Κατά τη διάρκεια αυτού του χρονικού διαστήματος, είναι σημαντικός ο καλός έλεγχος της γλυκόζης του αίματος, έτσι ώστε να διασφαλιστεί η υγιής ανάπτυξη σημαντικών συστημάτων και οργάνων του εμβρύου.
Τι Είναι Σημαντικό
Η γλυκόζη στο αίμα της μητέρας διασχίζει τον πλακούντα για να παρέχει ενέργεια στο αναπτυσσόμενο μωρό - έτσι, οι υψηλές συγκεντρώσεις γλυκόζης στο αίμα της πρώτης οδηγούν σε υψηλές συγκεντρώσεις γλυκόζης στο αίμα του δεύτερου. Τα παραπάνω μπορεί να προκαλέσουν διάφορα προβλήματα:
- Στην αρχή της εγκυμοσύνης αυξάνουν τον κίνδυνο αυτόματης αποβολής και συγγενών ανωμαλιών. Αυτοί οι κίνδυνοι είναι υψηλότεροι όταν η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (αιμοσφαιρίνη A1C) είναι >8% ή η μέση γλυκόζη αίματος είναι >180 mg/dL. Καθώς τα επίπεδα A1C αυξάνονται πάνω από 8%, ο κίνδυνος συγγενών ανωμαλιών αυξάνεται σταδιακά.
- Στο τελευταίο μισό της εγκυμοσύνης οι υψηλές συγκεντρώσεις γλυκόζης στο αίμα μπορεί να προκαλέσουν μεγάλη αύξηση του μεγέθους και του βάρους του μωρού και να αυξήσουν τον κίνδυνο επιπλοκών κατά τη διάρκεια ή/και μετά τον τοκετό. Ειδικότερα, οι μητέρες με μεγάλα μωρά είναι πιο πιθανό να αντιμετωπίσουν δυσκολίες με τον κολπικό τοκετό και έχουν περισσότερες πιθανότητες να χρειαστούν καισαρική τομή.
- Στο τελευταίο μισό της εγκυμοσύνης οι μητέρες με διαβήτη είναι πιο επιρρεπείς στην εμφάνιση υπερτασικής νόσου της κύησης και υπερβολικής ποσότητας αμνιακού υγρού. Τα υψηλά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα στο τέλος της εγκυμοσύνης μπορεί επίσης να αυξήσουν τον κίνδυνο ενδομήτριου θανάτου.
Αυτές οι επιπλοκές εμφανίζονται σπανιότερα όταν οι συγκεντρώσεις γλυκόζης στο αίμα είναι καλά ελεγχόμενες, επομένως είναι σημαντικό αυτό να συμβαίνει όσο το δυνατόν καλύτερα ήδη πριν από τη σύλληψη και καθ' όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Γενικά Μέτρα Ελέγχου της Γλυκόζης στο Αίμα
- Τα άτομα με διαβήτη τύπου 2 (Δτ2) που αντιμετωπίζουν την κατάσταση τους με δίαιτα ή από του στόματος χορηγούμενα αντιδιαβητικά φάρμακα χρειάζονται γενικά ινσουλίνη για τον έλεγχο της γλυκόζης του αίματος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Αν και τα από του στόματος χορηγούμενα αντιδιαβητικά (π.χ. γλυβουρίδη, μετφορμίνη) επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν για τη διαχείριση του Δτ2 κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, η πλειονότητα χρειάζεται ινσουλινοθεραπεία. Η τελική επιλογή είναι κάτι που αποφασίζει η ιατρική ομάδα που παρακολουθεί την έγκυο.
- Οι περισσότερες γυναίκες με Δτ1 θα χρειαστούν ινσουλίνη δύο έως πέντε φορές την ημέρα, ανάλογα με την φαρμακορφή (σύριγγες ή στυλό). Όσες χρησιμοποιούν αντλία ινσουλίνης μπορούν να συνεχίσουν να το κάνουν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
- Οι περισσότερες διαβητικές γυναίκες (ασχέτως τύπου) χρειάζονται περισσότερη ινσουλίνη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ιδίως κατά το τελευταίο τρίμηνο (εβδομάδες 26 έως 40), επειδή γενικώς αυξάνεται η αντίσταση στην ινσουλίνη καθώς η εγκυμοσύνη προχωρά.
- Η κοιλιά είναι το προτιμώμενο σημείο για την έγχυση ινσουλίνης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, επειδή η απορρόφηση του φαρμάκου είναι καλύτερη. Η ινσουλίνη μπορεί να εγχυθεί σε οποιοδήποτε σημείο της κοιλιάς υπάρχει ένα στρώμα λίπους πάχους περίπου 3εκ. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί το πίσω μέρος του βραχίονα.
- Η συχνή επαφή με την ιατρική ομάδα που διαχειρίζεται το διαβήτη είναι σημαντική για την παρακολούθηση της υγείας της μητέρας και του μωρού. Αυτό μπορεί να γίνει μέσω τηλεφώνου, ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ψηφιακώς ή μέσω του ηλεκτρονικού ιατρικού φακέλου ασθενούς, τουλάχιστον μία φορά το μήνα.
- Ένας διατροφολόγος μπορεί να βοηθήσει στο σχεδιασμό μιας δίαιτας που παρέχει το βέλτιστο αριθμό θερμίδων, τη βέλτιστη αναλογία υδατανθράκων, πρωτεϊνών και λίπους και τη βέλτιστη κατανομή των θερμίδων κατά τη διάρκεια της ημέρας. Ο βέλτιστος αριθμός θερμίδων εξαρτάται από το βάρος και το επίπεδο δραστηριότητας πριν από την εγκυμοσύνη.
- Η άσκηση είναι ένας εξαιρετικός τρόπος για τον έλεγχο του βάρους και των συγκεντρώσεων γλυκόζης στο αίμα. Οι περισσότερες γυναίκες που ασκούνταν πριν από την εγκυμοσύνη μπορούν να συνεχίσουν να το κάνουν κατά τη διάρκεια της με τον ίδιο ή ελαφρώς μειωμένο ρυθμό. Συνιστάται άσκηση μέτριας έντασης, όπως το γρήγορο περπάτημα. Τα άτομα που δεν ασκούνταν προηγουμένως μπορούν να αρχίσουν να ασκούνται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μετά από συνεννόηση με την ιατρική όμάδα τους. Η ένταση, ο τύπος και η διάρκεια της άσκησης ενδέχεται φυσικά να χρειαστεί να τροποποιηθούν καθώς η εγκυμοσύνη εξελίσσεται ή εάν εμφανιστούν επιπλοκές.
Συνιστάται συχνή μέτρηση της γλυκόζης στο αίμα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ή και συνεχόμενα, συμπεριλαμβανομένης της εξέτασης πριν και μετά από κάθε γεύμα. Το Αμερικανικό Κολέγιο Μαιευτήρων και Γυναικολόγων (ACOG) και η Αμερικανική Ένωση Διαβήτη (ADA) συνιστούν τους ακόλουθους στόχους κατά την αυτοπαρακολούθηση των συγκεντρώσεων γλυκόζης στο αίμα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης:
- Γλυκόζη νηστείας ≤95 mg/dL
- Προγευματικές συγκεντρώσεις γλυκόζης ≤100 mg/dL
- Συγκεντρώσεις μεταγευματικής γλυκόζης μίας ώρας ≤140 mg/dL
- Συγκεντρώσεις μεταγευματικής γλυκόζης δύο ωρών ≤120 mg/dL
- Μέση τριχοειδική γλυκόζη 100 mg/dL
- Συγκέντρωση γλυκόζης ατά τη διάρκεια της νύχτας ≥60 mg/dL
Η A1C είναι μια εξέταση αίματος που αντιπροσωπεύει τη μέση συγκέντρωση γλυκόζης στο αίμα κατά τους προηγούμενους 2-3 μήνες. Η εξέταση αυτή μπορεί να γίνεται μία φορά ανά τρίμηνο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή και συχνότερα. Ιδανικά, ο στόχος είναι η A1C να είναι στο φυσιολογικό ή κοντά στο φυσιολογικό (6% ή μέση γλυκόζη αίματος 120 mg/dL). Ωστόσο, η προσπάθεια να είναι ≤ 6% μπορεί να προκαλέσει συχνά επεισόδια υπογλυκαιμίας, τα οποία πρέπει να αποφεύγονται. Ο στόχος μπορεί τεθεί σε <7%, εάν είναι απαραίτητο για την αποφυγή υπογλυκαιμίας.
Ενδεδειγμένη Φροντίδα κατά Τη Διάρκεια της Εγκυμοσύνης
Ιδανικά, μία διαβητική γυναίκα που σχεδιάζει να κυοφορήσει θα πρέπει να συμβουλεύεται την ιατρική ομάδα της πολύ πριν μείνει έγκυος. Αυτό διασφαλίζει ότι η πάθηση ελέγχεται επαρκώς, ότι έγιναν τυχόν απαραίτητες αλλαγές στην φαρμακευτική αγωγή, ότι έχουν αξιολογηθεί και αντιμετωπιστεί τυχόν επιπλοκές που σχετίζονται με τον διαβήτη (όπως οφθαλμολογικές παθήσεις, θυρεοειδοπάθειες, υπέρταση), καθώς και ότι λαμβάνεται φυλικό οξύ. Είναι επίσης μια ευκαιρία να συζητηθεί πώς η εγκυμοσύνη μπορεί να επηρεάσει τον διαβήτη και το αντίστροφο.
Η φροντίδα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι μια ομαδική προσπάθεια στην οποία συμμετέχουν ειδικά εκπαιδευμένοι στην διαχείριση κυήσεων υψηλού κινδύνου μαιευτήρες-γυναικολόγοι και ενδοκρινολόγοι ή γενικοί γιατροί που επιβλέπουν τη διαχείριση της ινσουλινοθεραπείας και την γενικότερη ιατρική φροντίδα.
Οι οφθαλμολογικές εξετάσεις πριν και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, καθώς και η στενή παρακολούθηση και θεραπεία τυχόν αμφιβληστροειδοπάθειας μπορούν να ελαχιστοποιήσουν τον κίνδυνο απώλειας της όρασης. Ορισμένοι ειδικοί συστήνουν καισαρική τομή για άτομα με προϊούσα αμφιβληστροειδοπάθεια, αλλά αυτό είναι αμφιλεγόμενο και οι περισσότερες διαβητικές γυναίκες μπορούν να επιχειρήσουν κολπικό τοκετό με ασφάλεια.
Η αρτηριακή πίεση μπορεί να αυξηθεί κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και θα πρέπει να μετράται σε κάθε ιατρική επίσκεψη. Η υψηλή αρτηριακή πίεση συχνά βελτιώνεται κατά το πρώτο μισό της εγκυμοσύνης, αλλά επιστρέφει στο βασικό επίπεδο ή επιδεινώνεται κατά το δεύτερο μισό. Η υπερτασική νόσος της κύησης είναι πιο συχνή σε άτομα με διαβήτη. Ευτυχώς, οι περισσότερες περιπτώσεις είναι ήπιες και ελέγχονται καλά με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή. Οι γυναίκες με προϋπάρχοντα διαβήτη συνιστάται να λαμβάνουν χαμηλή δόση ασπιρίνης καθημερινά, ξεκινώντας από την αρχή του δεύτερου τριμήνου (περίπου στις 16 εβδομάδες κύησης) για να μειωθεί η πιθανότητα εμφάνισης προεκλαμψίας.
Η εγκυμοσύνη δεν προκαλεί διαβητική νεφροπάθεια, αλλά μπορεί να επιδεινώσει υπάρχουσα νόσο. Η νεφρική λειτουργία των διαβητικών γυναικών πρέπει παρακολουθείται συστηματικά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Η διαβητική νεφροπάθεια μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης άλλων επιπλοκών της εγκυμοσύνης, όπως η προεκλαμψία, ο πρόωρος τοκετός και η γέννηση μωρού που είναι μικρόσωμο για την ηλικία του. Οι γυναίκες που εμφανίζουν τέτοιες επιπλοκές έχουν υψηλότερη πιθανότητα να νοσηλευτούν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και να γεννήσουν με καισαρική τομή. Οι διαβητικές γυναίκες με αμφιβληστροειδοπάθεια και νεφροπάθεια διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να αποκτήσουν μωρό που είναι μικρόσωμο για την ηλικία του, επειδή η ροή του αίματος προς τον πλακούντα μπορεί να είναι μειωμένη.
Η ενδεδειγμένη μαιευτική παρακολούθηση των διαβητικών γυναικών πρέπει να συμπεριλαμβάνει τη διενέργεια υπερηχογραφήματος για τη διάγνωση συγγενών ανωμαλιών (εβδομάδες 19-23) και υπερηχογραφήματος ανάπτυξης (εβδομάδες 32-34). Στο τέλος της εγκυμοσύνης (μετά την 32η εβδομάδα) συνιστάται επιπλέον η διενέργεια καρδιοτοκογραφήματος ανά εβδομάδα/δεκαπενθήμερο, με σκοπό τη βέλτιστη παρακολούθηση της ευημερίας του μωρού και τον προγραμματισμό της ενδεδειγμένης χρονικής στιγμής και του τρόπου του τοκετού, εφόσον αυτό απαιτείται.
Το ACOG προτείνει να εξετάζεται το ενδεχόμενο μιας προγραμματισμένης καισαρικής τομής, εάν το εκτιμώμενο βάρος του μωρού είναι μεγαλύτερο από 4500 gr. Εάν οι συγκεντρώσεις γλυκόζης στο αίμα είναι καλά ελεγχόμενες και η μητέρα και το μωρό είναι καλά, δεν απαγορεύεται να αφήσει κανείς τη φύση να αποφασίσει για την ώρα του τοκετού. Ωστόσο, η παράταση της εγκυμοσύνης πέραν της 40ης συμπληρωμένης εβδομάδας κύησης γενικά δεν συνιστάται. Οι συγκεντρώσεις γλυκόζης του αίματος κατά τη διάρκεια του τοκετού ελέγχονται συχνά και αυτές πρέπει να είναι μεταξύ 80 έως 120 mg/dL.
Ενδεδειγμένη Φροντίδα Μετά τον Τοκετό
Η ενδεδειγμένη φροντίδα μετά τον τοκετό είναι παρόμοια με εκείνη των γυναικών χωρίς διαβήτη. Ωστόσο, είναι σημαντικό να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στις συγκεντρώσεις γλυκόζης στο αίμα, επειδή οι απαιτήσεις σε ινσουλίνη μπορεί να μειωθούν γρήγορα τις πρώτες ημέρες μετά τον τοκετό και ορισμένες λεχώνες χρειάζονται ελάχιστη ή καθόλου ινσουλίνη. Οι απαιτήσεις σε ινσουλίνη επιστρέφουν συνήθως στα επίπεδα που ήταν πριν από την εγκυμοσύνη εντός 48 ωρών από τον τοκετό.
Ο μητρικός θηλασμός ενθαρρύνεται επειδή ωφελεί τόσο το βρέφος όσο και τη μητέρα και αυτό ισχύει και για τις διαβητικές γυναίκες. Οι απαιτήσεις σε ινσουλίνη μπορεί να είναι χαμηλότερες κατά τη διάρκεια του θηλασμού και η συχνή παρακολούθηση της γλυκόζης αίματος είναι σημαντική για την πρόληψη σοβαρής υπογλυκαιμίας.
Οι διαβητικές γυναίκες χωρίς ή με ήπια αγγειακή νόσο μπορούν να χρησιμοποιούν οποιοδήποτε είδος αντισύλληψης επιθυμούν, συμπεριλαμβανομένων των αντισυλληπτικών χαπιών από το στόμα. Τα αντισυλληπτικά χάπια δεν επηρεάζουν τις συγκεντρώσεις γλυκόζης στο αίμα.
Φροντίδα του Μωρού
Τα μωρά διαβητικών μητέρων κινδυνεύουν από διάφορα προβλήματα κατά τη νεογνική περίοδο, όπως υπογλυκαιμία, ίκτερος, αναπνευστικά προβλήματα, πολυκυτταραιμία, υπασβεστιαιμία και καρδιακά προβλήματα. Τα προβλήματα αυτά είναι πιο συχνά όταν οι συγκεντρώσεις γλυκόζης στο αίμα της μητέρας ήταν υψηλές καθ' όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Τα περισσότερα από αυτά τα προβλήματα υποχωρούν μέσα σε λίγες ώρες ή ημέρες μετά τον τοκετό.
Τα βρέφη διαβητικών μητέρων διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο να έχουν δυσκολία στην αναπνοή, ειδικά εάν γεννηθούν νωρίτερα από την 39η εβδομάδα. Αυτό συμβαίνει επειδή οι πνεύμονες φαίνεται να αναπτύσσονται πιο αργά στα βρέφη διαβητικών μητέρων. Ο κίνδυνος αναπνευστικών προβλημάτων είναι υψηλότερος όταν οι συγκεντρώσεις γλυκόζης στο αίμα της μητέρας ήταν υψηλές κοντά στον τοκετό. Τα βρέφη διαβητικών μητέρων συχνά χρειάζονται ολιγοήμερη (συνήθως) νοσηλεία για την αξιολόγηση και αντιμετώπιση των παραπάνω προβλημάτων.
Κληρονομείται ο διαβήτης;
Τα παιδιά ενός άνδρα με Δτ1 έχουν 1 πιθανότητα στις 17 να αναπτύξουν Δτ1. Τα παιδιά μίας γυναίκας με Δτ1 έχουν 1 πιθανότητα στις 25 να αναπτύξουν Δτ1, εάν, κατά τη στιγμή της εγκυμοσύνης, η μητέρα είναι μικρότερη από 25 ετών. Ο κίνδυνος μειώνεται σε 1 προς 100 αν η μητέρα είναι 25 ετών ή μεγαλύτερη. Οι κίνδυνοι αυτοί διπλασιάζονται εάν ο πάσχων γονέας εμφάνισε διαβήτη πριν από την ηλικία των 11 ετών. Εάν και οι δύο γονείς έχουν Δτ1, ο κίνδυνος του παιδιού είναι 1 προς 4 έως 10 (10 έως 25 % κίνδυνος).
Ο κίνδυνος Δτ2 είναι αυξημένος στα παιδιά ενός γονέα με Δτ2, ιδίως εάν και οι δύο γονείς πάσχουν. Ο κίνδυνος ανάπτυξης Δτ2 εξαρτάται επιπλέον από περιβαλλοντικούς και συμπεριφορικούς παράγοντες, όπως η παχυσαρκία και η καθιστική ζωή, καθώς και από τη γενετική προδιάθεση.
*Το παρόν άρθρο περιέχει εκλαϊκευμένες πληροφορίες που αντλήθηκαν από επιστημονικές δημοσιεύσεις διαθέσιμες στις βάσεις δεδομένων Pubmed και Scopus, όπως και από τις διαθέσιμες κλινικές οδηγίες της Αμερικανικής Ένωσης Διαβήτη, του Αμερικανικού Κολλεγίου Μαιευτήρων-Γυναικολόγων (ACOG), της Αμερικανικής Ένωσης Διαβήτη (ADA), των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας (NIH) των ΗΠΑ και του Εθνικού Ινστιτούτου Κλινικής Αριστείας (NICE) του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι πληροφορίες που εμφανίζονται εδώ δεν αποτελούν κλινική υπόδειξη ή έκδοση συνταγής για επίλυση συγκεκριμένων ιατρικών προβλημάτων αλλά στοχεύουν στο να αυξήσουν τη γνώση του/της αναγνώστριας και να βοηθήσουν στην καλύτερη κατανόηση των παρουσιαζόμενων. Η τελική επιλογή θεραπείας ή η παράλειψη της γίνεται μόνο σε συνεργασία και με τη σύμφωνη γνώμη του ή της γιατρού κάθε πάσχουσας.
blog comments powered by